- αποθρασύνω
- -ομαι (AM ἀποθρασύνομαι)νεοελλ.1. (-ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσοςαρχ.-μσν.1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε2. μιλώ με θράσος3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.